- πρόπτωσις
- πρό-πτωσις, ἡ, das Vorfallen, Heraustreten; übh. Vorfall, Ereignis; Geneigtheit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πρόπτωσις — fall forwards fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπτώσει — πρόπτωσις fall forwards fem nom/voc/acc dual (attic epic) προπτώσεϊ , πρόπτωσις fall forwards fem dat sg (epic) πρόπτωσις fall forwards fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπτώσεις — πρόπτωσις fall forwards fem nom/voc pl (attic epic) πρόπτωσις fall forwards fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπτώσεσι — πρόπτωσις fall forwards fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόπτωσιν — πρόπτωσις fall forwards fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόπτωση — η / πρόπτωσις ώσεως, ΝΑ [προπίπτω] 1. πτώση προς τα εμπρός ή προς τα κάτω 2. ιατρ. η μετατόπιση οργάνου τού σώματος από τη φυσιολογική θέση του και, ειδικότερα, η πτώση οργάνου ή τμήματος οργάνου από τη φυσιολογική του θέση εξαιτίας τής χαλάρωσης … Dictionary of Greek
προπτωτικός — ή, όν, Α [πρόπτωσις] αυτός που συνηθίζει να εξάγει εσπευσμένα συμπεράσματα … Dictionary of Greek
προπτώσεων — προπτώσεω̆ν , πρόπτωσις fall forwards fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπτώσεως — προπτώσεω̆ς , πρόπτωσις fall forwards fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)